- εναύω
- (I)ἐναύω (Α)δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν' ανάψει φωτιά («οὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.)2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῑν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.)β) μτφ. παίρνω κάτι με μετάδοση («ἐντεῡθεν... ἐναυσάμενος τὸν λόγον», Αιλ.).————————(II)ἐναύω (Α)ομιλώ, κραυγάζω, εκφωνώ.————————(III)ἐναύω (Α)ικετεύω («ἐναύοντες... ἱκετεύοντες πρὸς τοῑς ναοῑς», Ζωναρ.).
Dictionary of Greek. 2013.